- χώση
- η / χώσις, -ώσεως, ΝΜΑ [χώννυμι / χώνω]επικάλυψη ενός χώρου με επισώρευση χώματος (α. «χώση τέλματος» β. «χῶσις τῶν λιμένων», Θουκ.)(| νεοελλ. χώσιμοαρχ.συσσώρευση χώματος και ανέγερση χαρακώματος εναντίον πόλεως.
Dictionary of Greek. 2013.